- συμμείραξ
- -είρακος, ὁ, ἡ, Μέφηβος ταυτόχρονα με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + μεῖραξ, -ακος «έφηβος, παληκαράκι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μείραξ — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. * * * ο (ΑM μεῑραξ, ακος) μειράκιο, νεαρός, παλικαράκι, έφηβος αρχ. 1. κορίτσι, κοπέλα 2. (για άνδρα) γυναικωτός, κίναιδος, θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής αρχαίας… … Dictionary of Greek